ακαθιστόρητος

ακαθιστόρητος
-η, -ο (Α ἀκαθιστόρητος, -ον) [καθιστορῶ]
αυτός που δεν έχει ιστορηθεί πλήρως, που δεν έχει εκτεθεί με λεπτομερή διήγηση
«ακαθιστόρητος βίος αγίου».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”